- γιγαντοφόνος
- γιγαντοφόνος, -ον (Α)αυτός που εξολοθρεύει τους Γίγαντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γιγαντοφόνον — Γιγαντοφόνος giant killing masc/fem acc sg Γιγαντοφόνος giant killing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντοφόνοιο — Γιγαντοφόνος giant killing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντοφόνου — Γιγαντοφόνος giant killing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιγαντοφόνῳ — Γιγαντοφόνος giant killing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… … Dictionary of Greek
γιγαντοφθόρος — γιγαντοφθόρος, ον(Α) ο γιγαντοφόνος … Dictionary of Greek